νεορρύτους

νεορρύτους
νεόρρυτος
fresh-flowing
masc/fem acc pl
νεορρύ̱τους , νεόρρυτος
fresh-flowing
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… …   Dictionary of Greek

  • νεόρρυτος — (I) νεόρρυτος, ον (Α) αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. αιμό ρρυτος, μελί ρρυτος]. (II) νεόρρυτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) (για ξίφος) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”